lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τροφοδοτώ στα τσεχική

Λέξη:
τροφοδοτώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (12):
chovat, kojit, krmit, napájet, stravovat, udržovat, vychovat, vydržovat, vykrmit, vyživovat, zásobovat, živit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική τροφοδοτώ, τροφοδοτώ συνώνυμα, τροφοδοτώ στα αγγλικα, τροφοδοτώ μετάφραση, τροφοδοτώ βικιλεξικο, τροφοδοτώ in english, τροφοδοτώ στα τσεχική, chovat στα ελληνικά
τροφοδοτώ στα τσεχική