lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τροφοδοτώ στα φινλανδικά

Λέξη:
τροφοδοτώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (3):
elättää, imettää, ravita
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά τροφοδοτώ, τροφοδοτώ συνώνυμα, τροφοδοτώ στα αγγλικα, τροφοδοτώ μετάφραση, τροφοδοτώ βικιλεξικο, τροφοδοτώ in english, τροφοδοτώ στα φινλανδικά, elättää στα ελληνικά
τροφοδοτώ στα φινλανδικά