lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

προμηθεύω στα νορβηγικά

Λέξη:
προμηθεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (7):
avlevere, befordre, levere, tilføre, anskaffa, avleverer, forsyne
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά προμηθεύω, προμηθεύω συνώνυμα, προμηθεύω στα αγγλικα, προμηθεύω με, προμηθεύω αγγλικα, προμηθεύω in english, προμηθεύω στα νορβηγικά, avlevere στα ελληνικά
προμηθεύω στα νορβηγικά