lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

προμηθεύω στα τσεχική

Λέξη:
προμηθεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (21):
dodat, dodávat, dohodit, doručit, doručovat, obstarat, obstarávat, odevzdat, opatřit, poskytnout, poskytovat, pořídit, předat, přivádět, uspokojit, vybavit, vydat, zabezpečit, zásobit, zásobovat, získat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική προμηθεύω, προμηθεύω συνώνυμα, προμηθεύω στα αγγλικα, προμηθεύω με, προμηθεύω αγγλικα, προμηθεύω in english, προμηθεύω στα τσεχική, dodat στα ελληνικά
προμηθεύω στα τσεχική