lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

προμηθεύω στα γερμανικά

Λέξη:
προμηθεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (11):
abliefern, ausliefern, beibringen, beliefern, beschafften, besorgen, herbeischaffen, liefern, verschaffen, zuführen, zustellen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά προμηθεύω, προμηθεύω συνώνυμα, προμηθεύω στα αγγλικα, προμηθεύω με, προμηθεύω αγγλικα, προμηθεύω in english, προμηθεύω στα γερμανικά, abliefern στα ελληνικά
προμηθεύω στα γερμανικά