lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

προμηθεύω στα ουγγρική

Λέξη:
προμηθεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (3):
átad, elszállítani, kézbesít
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική προμηθεύω, προμηθεύω συνώνυμα, προμηθεύω στα αγγλικα, προμηθεύω με, προμηθεύω αγγλικα, προμηθεύω in english, προμηθεύω στα ουγγρική, átad στα ελληνικά
προμηθεύω στα ουγγρική