lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

προμηθεύω στα φινλανδικά

Λέξη:
προμηθεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (5):
hankkia, jaella, jakaa, järjestää, luovuttaa
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά προμηθεύω, προμηθεύω συνώνυμα, προμηθεύω στα αγγλικα, προμηθεύω με, προμηθεύω αγγλικα, προμηθεύω in english, προμηθεύω στα φινλανδικά, hankkia στα ελληνικά
προμηθεύω στα φινλανδικά