lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

προμηθεύω στα αγγλικά

Λέξη:
προμηθεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (14):
adduce, afford, assure, cater, contribute, deliver, feed, furnish, procure, provide, purvey, ship, submit, supply
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά προμηθεύω, προμηθεύω συνώνυμα, προμηθεύω στα αγγλικα, προμηθεύω με, προμηθεύω αγγλικα, προμηθεύω in english, προμηθεύω στα αγγλικά, adduce στα ελληνικά
προμηθεύω στα αγγλικά