lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

προμηθεύω στα πορτογαλικά

Λέξη:
προμηθεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (10):
dar, distribuir, entregar, facilitar, fornecer, ministrar, proporcionar, provier, repartir, surtir
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά προμηθεύω, προμηθεύω συνώνυμα, προμηθεύω στα αγγλικα, προμηθεύω με, προμηθεύω αγγλικα, προμηθεύω in english, προμηθεύω στα πορτογαλικά, dar στα ελληνικά
προμηθεύω στα πορτογαλικά