lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

προμηθεύω στα ρωσικά

Λέξη:
προμηθεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (5):
доставлять, обеспечивать, обеспечить, поставлять, доставить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά προμηθεύω, προμηθεύω συνώνυμα, προμηθεύω στα αγγλικα, προμηθεύω με, προμηθεύω αγγλικα, προμηθεύω in english, προμηθεύω στα ρωσικά, доставлять στα ελληνικά
προμηθεύω στα ρωσικά