lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

προμηθεύω στα σουηδικά

Λέξη:
προμηθεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (7):
befordra, leverera, anskaffa, avleverera, bibringa, lämna, överlämna
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά προμηθεύω, προμηθεύω συνώνυμα, προμηθεύω στα αγγλικα, προμηθεύω με, προμηθεύω αγγλικα, προμηθεύω in english, προμηθεύω στα σουηδικά, befordra στα ελληνικά
προμηθεύω στα σουηδικά