lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

προμηθεύω στα ισπανικά

Λέξη:
προμηθεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (13):
abastecer, aportar, distribuir, entregar, facilitar, procurar, procurarse, proporcionar, proveer, repartir, suministrar, surtir, traer
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά προμηθεύω, προμηθεύω συνώνυμα, προμηθεύω στα αγγλικα, προμηθεύω με, προμηθεύω αγγλικα, προμηθεύω in english, προμηθεύω στα ισπανικά, abastecer στα ελληνικά
προμηθεύω στα ισπανικά