lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βασανίζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
βασανίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (7):
afligir, atormentar, roer, supliciar, torturar, cansar, martirizar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά βασανίζω, βασανίζω στα πορτογαλικά, afligir στα ελληνικά
βασανίζω στα πορτογαλικά