lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βασανίζω στα πολωνική

Λέξη:
βασανίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (3):
dręczyć, katować, męczyć
Σχετικές λέξεις:
πολωνική βασανίζω, βασανίζω στα πολωνική, dręczyć στα ελληνικά
βασανίζω στα πολωνική