lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βασανίζω στα ουκρανικά

Λέξη:
βασανίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (5):
гризніть, заворожіть, мучити, рвоніть, точити
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά βασανίζω, βασανίζω στα ουκρανικά, гризніть στα ελληνικά
βασανίζω στα ουκρανικά