lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άδεια στα τσεχική

Λέξη:
άδεια (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (15):
dovolenka, dovolená, dovolení, koncese, nevázanost, oprávnění, povolenka, povolení, prázdniny, prázdno, průliv, rozloučení, souhlas, svolení, vízum
Σχετικές λέξεις:
τσεχική άδεια, άδεια παραμονής, άδεια οπλοφορίας, άδεια μικρής κλίμακας, άδεια μητρότητας, άδεια εργασίας, άδεια στα τσεχική, dovolenka στα ελληνικά
άδεια στα τσεχική