lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άδεια στα βουλγαρικά

Λέξη:
άδεια (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (3):
патент, разрешение, отпуск
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά άδεια, άδεια παραμονής, άδεια οπλοφορίας, άδεια μικρής κλίμακας, άδεια μητρότητας, άδεια εργασίας, άδεια στα βουλγαρικά, патент στα ελληνικά
άδεια στα βουλγαρικά