lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άδεια στα γερμανικά

Λέξη:
άδεια (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (11):
bewilligung, erlaubnis, ferien, genehmigung, lizenz, pass, passierschein, url-adresse, urlaub, zulassung, zustimmung
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά άδεια, άδεια παραμονής, άδεια οπλοφορίας, άδεια μικρής κλίμακας, άδεια μητρότητας, άδεια εργασίας, άδεια στα γερμανικά, bewilligung στα ελληνικά
άδεια στα γερμανικά