lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άδεια στα νορβηγικά

Λέξη:
άδεια (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (15):
bevilling, ferie, helg, klarering, ledighet, lov, lånta, medgivande, passerseddel, permisjon, samtykke, semester, tillatelse, tillita, tilslutning
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά άδεια, άδεια παραμονής, άδεια οπλοφορίας, άδεια μικρής κλίμακας, άδεια μητρότητας, άδεια εργασίας, άδεια στα νορβηγικά, bevilling στα ελληνικά
άδεια στα νορβηγικά