lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άδεια στα ουγγρική

Λέξη:
άδεια (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (4):
engedély, engedmény, szabadság, hozzájárulás
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική άδεια, άδεια παραμονής, άδεια οπλοφορίας, άδεια μικρής κλίμακας, άδεια μητρότητας, άδεια εργασίας, άδεια στα ουγγρική, engedély στα ελληνικά
άδεια στα ουγγρική