lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άδεια στα φινλανδικά

Λέξη:
άδεια (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (5):
loma, lupa, virkavapaus, hyväksyminen, suostumus
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά άδεια, άδεια παραμονής, άδεια οπλοφορίας, άδεια μικρής κλίμακας, άδεια μητρότητας, άδεια εργασίας, άδεια στα φινλανδικά, loma στα ελληνικά
άδεια στα φινλανδικά