lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άδεια στα σουηδικά

Λέξη:
άδεια (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (14):
ferie, helg, klarering, ledighet, lov, låta, medgivande, permisjon, permission, samtycke, semester, tillstånd, tillåta, tillåtelse
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά άδεια, άδεια παραμονής, άδεια οπλοφορίας, άδεια μικρής κλίμακας, άδεια μητρότητας, άδεια εργασίας, άδεια στα σουηδικά, ferie στα ελληνικά
άδεια στα σουηδικά