lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άδεια στα πορτογαλικά

Λέξη:
άδεια (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
aproariam, autorizaria, beneplácito, concessiva, consentimento, consentir, férias, licencia, licença, permissão, permito
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά άδεια, άδεια παραμονής, άδεια οπλοφορίας, άδεια μικρής κλίμακας, άδεια μητρότητας, άδεια εργασίας, άδεια στα πορτογαλικά, aproariam στα ελληνικά
άδεια στα πορτογαλικά