lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μαζεύομαι στα φινλανδικά

Λέξη:
μαζεύομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (10):
haalia, kasata, kerätä, kokoilla, koota, korjata, niittää, noukkia, poimia, varastoida
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά μαζεύομαι, μαζεύομαι στα φινλανδικά, haalia στα ελληνικά
μαζεύομαι στα φινλανδικά