lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μαζεύομαι στα πορτογαλικά

Λέξη:
μαζεύομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (19):
acumular, aglomerar, ajuntar, alegar, amontoar, arrancar, captar, ceifar, coleccionar, colectar, colher, congregar, coser, empilhar, juntar, porfiásseis, postular, reunir, tirar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά μαζεύομαι, μαζεύομαι στα πορτογαλικά, acumular στα ελληνικά
μαζεύομαι στα πορτογαλικά