lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μαζεύομαι στα λευκορωσίας

Λέξη:
μαζεύομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (3):
гатаваць, збіраць, падаваць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας μαζεύομαι, μαζεύομαι στα λευκορωσίας, гатаваць στα ελληνικά
μαζεύομαι στα λευκορωσίας