lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μαζεύομαι στα δανική

Λέξη:
μαζεύομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (16):
afgrøde, avling, dynge, forsamle, forsamles, hamstre, hop, høg, høst, høste, mønstr, pille, plukke, samba, samle, tårne
Σχετικές λέξεις:
δανική μαζεύομαι, μαζεύομαι στα δανική, afgrøde στα ελληνικά
μαζεύομαι στα δανική