lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μαζεύομαι στα γερμανικά

Λέξη:
μαζεύομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (16):
ablesen, anhäufen, auflesen, aufraffen, aufstapeln, einsammeln, ernten, häufen, pflücken, raffen, sammeln, versammeln, zusammenfassen, zusammenkommen, zusammenstellen, zusammenziehen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά μαζεύομαι, μαζεύομαι στα γερμανικά, ablesen στα ελληνικά
μαζεύομαι στα γερμανικά