lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μαζεύομαι στα σουηδικά

Λέξη:
μαζεύομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (16):
ackumulera, församla, hop, hopsamla, hög, plocka, påle, råga, samla, skock, skocka, skotta, skörd, skörda, stapel, stocka
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά μαζεύομαι, μαζεύομαι στα σουηδικά, ackumulera στα ελληνικά
μαζεύομαι στα σουηδικά