lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μαζεύομαι στα ρωσικά

Λέξη:
μαζεύομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (5):
аккумулировать, собирать, жать, накоплять, скоплять
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά μαζεύομαι, μαζεύομαι στα ρωσικά, аккумулировать στα ελληνικά
μαζεύομαι στα ρωσικά