lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μαζεύομαι στα ουγγρική

Λέξη:
μαζεύομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (6):
felhalmoz, felhalmozódik, összegyűjt, összegyűjteni, gyülekezni, hányingere
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική μαζεύομαι, μαζεύομαι στα ουγγρική, felhalmoz στα ελληνικά
μαζεύομαι στα ουγγρική