lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μαζεύομαι στα πολωνική

Λέξη:
μαζεύομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (2):
gromadzić, zbierać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική μαζεύομαι, μαζεύομαι στα πολωνική, gromadzić στα ελληνικά
μαζεύομαι στα πολωνική