lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μαζεύομαι στα ισπανικά

Λέξη:
μαζεύομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (21):
acabildar, acopiar, acumular, acumularse, aglomerar, allegar, almacenar, amontonar, coger, coleccionar, colectar, colegir, congregar, cosechar, juntar, juntarse, recoger, recolectar, reunir, reunirse, segar
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά μαζεύομαι, μαζεύομαι στα ισπανικά, acabildar στα ελληνικά
μαζεύομαι στα ισπανικά