lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αδύναμος στα αγγλικά

Λέξη:
αδύναμος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (32):
attackable, delicate, dismal, effete, enervate, faint, feckless, feeble, flimsy, fragile, frail, infirm, invalid, lame, limp, low, nerveless, outsider, pale, poor, sappy, scant, shaky, shy, slack, slim, thin, unmanly, vulnerability, wan, weak, wispy
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά αδύναμος, αδύνατος τύπος προσωπικής αντωνυμίας, αδύνατος συνώνυμο, αδύναμοσ κρίκοσ, αδύναμος χαρακτήρας, αδύναμος συνώνυμα, αδύναμος στα αγγλικά, attackable στα ελληνικά
αδύναμος στα αγγλικά