lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αδύναμος στα λευκορωσίας

Λέξη:
αδύναμος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (3):
невялікі, слабы, кволы
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας αδύναμος, αδύνατος τύπος προσωπικής αντωνυμίας, αδύνατος συνώνυμο, αδύναμοσ κρίκοσ, αδύναμος χαρακτήρας, αδύναμος συνώνυμα, αδύναμος στα λευκορωσίας, невялікі στα ελληνικά
αδύναμος στα λευκορωσίας