lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αδύναμος στα πορτογαλικά

Λέξη:
αδύναμος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (15):
achacoso, delicado, descaso, débil, enchente, fino, fraco, frágil, grácil, laxo, meigo, mimoso, quebradiço, raquítico, tímido
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά αδύναμος, αδύνατος τύπος προσωπικής αντωνυμίας, αδύνατος συνώνυμο, αδύναμοσ κρίκοσ, αδύναμος χαρακτήρας, αδύναμος συνώνυμα, αδύναμος στα πορτογαλικά, achacoso στα ελληνικά
αδύναμος στα πορτογαλικά