lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αδύναμος στα ουγγρική

Λέξη:
αδύναμος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (7):
beteges, erélytelen, erőtlen, gyenge, lanyha, petyhüdt, puha
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική αδύναμος, αδύνατος τύπος προσωπικής αντωνυμίας, αδύνατος συνώνυμο, αδύναμοσ κρίκοσ, αδύναμος χαρακτήρας, αδύναμος συνώνυμα, αδύναμος στα ουγγρική, beteges στα ελληνικά
αδύναμος στα ουγγρική