lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αδύναμος στα τσεχική

Λέξη:
αδύναμος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (27):
bezmocný, bezvýrazný, chabý, chatrný, choulostivý, churavý, delikátní, jemný, křehký, lomivý, lámavý, mdlý, mírný, měkký, neduživý, nenapjatý, nesmělý, ochablý, schlíplý, skrovný, slaboučký, slabošský, slabý, sporý, ubohý, zplihlý, útlý
Σχετικές λέξεις:
τσεχική αδύναμος, αδύνατος τύπος προσωπικής αντωνυμίας, αδύνατος συνώνυμο, αδύναμοσ κρίκοσ, αδύναμος χαρακτήρας, αδύναμος συνώνυμα, αδύναμος στα τσεχική, bezmocný στα ελληνικά
αδύναμος στα τσεχική