lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αδύναμος στα σουηδικά

Λέξη:
αδύναμος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (10):
klen, lett, matt, orkeslös, skral, slapp, svag, sårbar, vek, ömtålig
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά αδύναμος, αδύνατος τύπος προσωπικής αντωνυμίας, αδύνατος συνώνυμο, αδύναμοσ κρίκοσ, αδύναμος χαρακτήρας, αδύναμος συνώνυμα, αδύναμος στα σουηδικά, klen στα ελληνικά
αδύναμος στα σουηδικά