lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αδύναμος στα νορβηγικά

Λέξη:
αδύναμος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (24):
avfeldig, delikat, dårlig, indisponert, klen, lett, løy, maktesløs, matt, orkesløs, sart, skjør, skral, skrøpelig, slapp, svag, svak, sårbar, tander, tynn, uopplagt, veik, vek, ømtålig
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά αδύναμος, αδύνατος τύπος προσωπικής αντωνυμίας, αδύνατος συνώνυμο, αδύναμοσ κρίκοσ, αδύναμος χαρακτήρας, αδύναμος συνώνυμα, αδύναμος στα νορβηγικά, avfeldig στα ελληνικά
αδύναμος στα νορβηγικά