lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αδύναμος στα δανική

Λέξη:
αδύναμος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (19):
blød, delikat, dårlig, fin, indisponeret, kløen, lækker, magtesløs, sart, skral, skrøbelig, skør, svag, sårbar, tander, uoplagt, vanskelig, vrik, ømtålig
Σχετικές λέξεις:
δανική αδύναμος, αδύνατος τύπος προσωπικής αντωνυμίας, αδύνατος συνώνυμο, αδύναμοσ κρίκοσ, αδύναμος χαρακτήρας, αδύναμος συνώνυμα, αδύναμος στα δανική, blød στα ελληνικά
αδύναμος στα δανική