lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βάδισμα στα αγγλικά

Λέξη:
βάδισμα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (18):
device, gait, manner, means, measure, medium, method, mode, motion, pace, resource, road, sort, stalk, tread, walk, walking, way
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά βάδισμα, βάδισμα χήνας, βάδισμα τησ χήνασ, βάδισμα της γάτας, βάδισμα στις μύτες των ποδιών, βάδισμα στις μύτες, βάδισμα στα αγγλικά, device στα ελληνικά
βάδισμα στα αγγλικά