lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βάδισμα στα τσεχική

Λέξη:
βάδισμα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (26):
cesta, chod, chování, chození, chůze, druh, krok, metoda, móda, obor, obyčej, pochod, postup, procházka, prostředek, prostřední, průměrný, rychlost, schod, styl, střední, technika, typ, zdroj, způsob, způsoby
Σχετικές λέξεις:
τσεχική βάδισμα, βάδισμα χήνας, βάδισμα τησ χήνασ, βάδισμα της γάτας, βάδισμα στις μύτες των ποδιών, βάδισμα στις μύτες, βάδισμα στα τσεχική, cesta στα ελληνικά
βάδισμα στα τσεχική