lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βάδισμα στα δανική

Λέξη:
βάδισμα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (18):
art, facon, fremgangsmåde, gang, genre, maner, manér, meddel, metode, middel, mode, måde, råd, slag, slags, trin, tur, vis
Σχετικές λέξεις:
δανική βάδισμα, βάδισμα χήνας, βάδισμα τησ χήνασ, βάδισμα της γάτας, βάδισμα στις μύτες των ποδιών, βάδισμα στις μύτες, βάδισμα στα δανική, art στα ελληνικά
βάδισμα στα δανική