lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βάδισμα στα πορτογαλικά

Λέξη:
βάδισμα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (17):
andar, campino, costume, escalou, espécie, estilo, forma, género, laia, maneira, moda, modo, método, passo, paço, qualidade, sistema
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά βάδισμα, βάδισμα χήνας, βάδισμα τησ χήνασ, βάδισμα της γάτας, βάδισμα στις μύτες των ποδιών, βάδισμα στις μύτες, βάδισμα στα πορτογαλικά, andar στα ελληνικά
βάδισμα στα πορτογαλικά