lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βάδισμα στα φινλανδικά

Λέξη:
βάδισμα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (15):
askelma, astunta, keino, kulku, käynti, käytös, laatu, laji, menetelmä, muoti, muoto, sävellaji, tapa, tapaluokka, tyyli
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά βάδισμα, βάδισμα χήνας, βάδισμα τησ χήνασ, βάδισμα της γάτας, βάδισμα στις μύτες των ποδιών, βάδισμα στις μύτες, βάδισμα στα φινλανδικά, askelma στα ελληνικά
βάδισμα στα φινλανδικά