lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βάδισμα στα νορβηγικά

Λέξη:
βάδισμα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (19):
art, botemiddel, bruksanvisning, fasong, gang, genre, manér, meddel, metode, middel, mote, måte, ressurs, råd, sett, slag, sætt, tritt, vis
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά βάδισμα, βάδισμα χήνας, βάδισμα τησ χήνασ, βάδισμα της γάτας, βάδισμα στις μύτες των ποδιών, βάδισμα στις μύτες, βάδισμα στα νορβηγικά, art στα ελληνικά
βάδισμα στα νορβηγικά