lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βάδισμα στα ουκρανικά

Λέξη:
βάδισμα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (7):
крок, крокувати, прогулянка, простувати, прямувати, темп, хода
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά βάδισμα, βάδισμα χήνας, βάδισμα τησ χήνασ, βάδισμα της γάτας, βάδισμα στις μύτες των ποδιών, βάδισμα στις μύτες, βάδισμα στα ουκρανικά, крок στα ελληνικά
βάδισμα στα ουκρανικά