lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βάδισμα στα ιταλικά

Λέξη:
βάδισμα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (24):
accorgimento, andamento, andatura, camminata, direzione, fare, foggia, genere, maniera, marcia, metodo, mezzo, moda, modalità, modo, passo, portamento, risorsa, sistema, sorta, specie, tenore, verso, voga
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά βάδισμα, βάδισμα χήνας, βάδισμα τησ χήνασ, βάδισμα της γάτας, βάδισμα στις μύτες των ποδιών, βάδισμα στις μύτες, βάδισμα στα ιταλικά, accorgimento στα ελληνικά
βάδισμα στα ιταλικά