lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βάδισμα στα γερμανικά

Λέξη:
βάδισμα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (15):
art, form, gang, gangart, gattung, manier, maßnahme, methode, mittel, modalität, sorte, stufe, tritt, verfahren, weise
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά βάδισμα, βάδισμα χήνας, βάδισμα τησ χήνασ, βάδισμα της γάτας, βάδισμα στις μύτες των ποδιών, βάδισμα στις μύτες, βάδισμα στα γερμανικά, art στα ελληνικά
βάδισμα στα γερμανικά